τριχοβάτραχος

τριχοβάτραχος
ο, Ν
ζωολ. γένος άνουρων αμφιβίων που απαντούν στην κεντρική Αφρική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + βάτραχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”